1 Ιουνίου 2007

Παρασκευή κι απομεσήμερο

Caro diario


Παρασκευή απομεσήμερο στο γραφείο. Καθιερωμένη χαλάρωση μετά από μια "κουτσή" λόγω τετραημέρου για μας τους LA*. Mερικά λευκά σύννεφα αρμενίζουν απέξω. Τα μισάνοικτα παράθυρα αφήνουν ένα αεράκι να χαϊδεύει τους ανθρώπους τριγύρω μου. Αναπολώ τις στιγμές, τότε που είχα μακρυά τα μαλλιά και ένα παλιό αγέρι έπαιζε με τα ατίθασα τσουλούφια μπροστά στα μάτια μου. Με έκανε να αισθάνομαι όμορφος. Μερικές στιγμές το πίστευα κιόλας, ειδικά όταν ήμουν χαρούμενος. Μετά ήρθαν τα χρόνια και πέσαν πάνω μας. Χθες ο Αρης καθώς κοιταζόμασταν ξαπλωμένοι αντικρυστά στο κρεβάτι, με τα χέρια να στηρίζουν τους λαιμούς, είπε "γερνάμε". Και δεν είχε άδικο. "Γερνάμε μαζί και αυτό είναι υπέροχο Αρη", είπα εγώ, όχι για να ελαφρώσω τη στιγμή, αλλά γιατί έτσι πιστεύω.


Το περασμένο τριήμερο του Αγ. Πνεύματος, που άρχιζε για το LA. σαν σήμερα πριν από μια εβδομάδα, με κάνει να μελαγχολώ. Ετοιμασίες. Ρούχα, (μόνο τα απαραίτητα) σκηνή, φακοί, αντιλιακά, ομπρέλες, χάρτες... Η αναχώρηση, το ταξίδι. Προορισμός η Χιλιαδού. Φτάσαμε πρωί Σαββάτου. Σχεδόν έρημη η μεγάλη παραλία. Αφήσαμε το αυτοκίνητο και προχωρήσαμε να βρούμε την παραλία των γυμνιστών. Κάπου προς τα βόρεια είχα διαβάσει. Ανεβήκαμε το δρομάκι. Στην κορυφή, η ανάσα μας δυνάμωσε. Οι κόρες των ματιών μας άνοιξαν. Από κάτω απλώνονταν η παραλία, με τις δεκάδες σκηνές να χρωματίζουν το τοπίο και τα γυμνά σώματα των νεαρών κατασκηνωτών να περιφέρονται στη ζεστή αμμουδιά.


Γυμνοί στον ήλιο, αρχίσαμε να στήνουμε, τελευταίοι πριν τη βόρινη σπηλιά, με το άνοιγμα της σκηνής να έχει θέα τη μικρή παραλία. Στο πλάι σηκώνοταν το βουνό με τα φυτά να έχουν σκαρφαλώσει πάνω στις σκοτεινές του πέτρες. Από απέναντι ο μεγάλος βράχος σαν σκαλινό τρίγωνο, έκοβε τον αέρα. Κάναμε το μπάνιο μας. Φάγαμε γυμνοί πάνω στα βότσαλα. Κοιμηθήκαμε κάτω από τη σκιά του βράχου, με το κύμα να χαϊδεύει τα πόδια μας. Αδειασε το μυαλό μας. Τα κινητά δεν έπιαναν καλά. Τα κλείσαμε. Είμαστε μόνοι μας έτοιμοι να παραδοθούμε στη φύση.


Το Σαββατοκύριακο πέρασε καλοκαιρινό. Κυριακή βράδυ ροζ σύννεφα με γκρίζες πινελιές σκέπασαν τον ορίζοντα. Το φεγγάρι μεγάλωνε και ασήμιζε την άμμο. Οι πρώτες φωτιές άναψαν, μαζί με τη δική μας. Γυμνά κορμιά καθισμένα δίπλα δίπλα, φωτιζόμενα από της φλόγες και το φεγγάρι. Και ο ήχος της θάλασσας να έρχεται από παντού. Και ο αέρας να περνά ανάμεσά μας για να ενώσει συνωμοτικά όλους μας σε κάτι μαγικό. Ηταν μια εικόνα που μου θύμιζε αρχαίο στρατόπεδο πριν από τη μάχη.


Οι πρώτες ψιχάλες έπεσαν στις 2 το πρωί. Τις άκουσα πάνω στη σκηνή, σαν κάποιος να χτυπούσε μια πόρτα. Πατ, πατ πατ... Ψιθυρισμοί και θόρυβοι από τους νεαρούς μας γείτονες. Βρεθήκαμε όλοι έξω στη νύχτα γυμνοί, να μαζεύουμε πράγματα για να μην βραχούν και να δυναμώνουμε τα πασαλάκια των σκηνών. Είχε ακόμα φεγγάρι... Μπορεί τελικά και να μην έβρεχε. Επέστρεψα κάτω από τις κουβέρτες, δίπλα στο ζεστό σώμα του Αρη. Τον πήρα αγγαλιά και κοιμήθηκα.


Ξυπνήσαμε απότομα στις 8 τοπρωί. Ενας δυνατός αέρας απειλούσε να σηκώσει τη σκηνή μαζί με εμάς. Η άμμος χτυπούσε με δύναμη πάνω στο λεπτό ύφασμα, πριν οι πρώτες σταγόνες πέσουν για να ενωθούν με τη θάλασσα. Γελάσαμε δυνατά με την επερχόμενη περιπέτεια. Ανοίξαμε δειλά το παράθυρο της σκηνής, για να δούμε τους υπόλοιπους. Πανικός! Ετρεχαν γυμνοί μες τη βροχή για να μαζέψουν πράγματα, να κλείσουν σκηνές και ομπρέλες. Αλλοι έψαχναν για ρούχα και κλειδιά αυτοκινήτων... Βρισιές και κατάρες για τον κακό μας τον καιρό.


Τα δικά μας γέλια σταμάτησαν απότομα. Κοιταχτήκαμε και αγγαλιαστήκαμε μέσα σε μια δυνατή στιγμή. Βρεθήκαμε να κάνουμε έρωτα, ενώ η καταιγίδα χτυπούσε την παραλία μας. Μέσα στον γενικό πανικό, κανείς δεν θα έδινε σημασία σε μια σκηνή, που κουνιώταν αντίθετα προς τον άνεμο. Ούτε με κάτι ακατάληπτα λόγια που έπεφταν μαζί με τη βροχή. Τελειώσαμε πάνω στα υγρά σεντόνια. Την ίδια στιγμή δύο σύννεφα συγκρούονταν στον ουρανό.


Μέχρι το μεσημέρι της Δευτέρας είχαμε μείνει μόνοι μας μαζί με άλλες δύο τρεις σκηνές κάπου προς τη μέση της παραλίας. Το πολύ δέκα ψυχές όλες και όλες. Μεταφέραμε τη σκηνή κάτω από το άνοιγμα της βορινής σπηλιάς. Ανάψαμε φωτιά και ακούγαμε τη θάλασσα να σκάει δίπλα μας. Το φεγγάρι βγήκε νωρίς εκείνο το βράδυ. Ψήσαμε και φάγαμε πριν νυχτώσει. Ενα ζευγάρι, κατοίκων της περιοχής που έβγαζε βόλτα το σκύλο του, έφτασε ως εμάς. Στο άκρο της παραλίας. "Παιδιά μην μείνετε για το βράδυ σας εδώ. Αν ο καιρός γυρίσει βοριάς, κινδυνεύετε σοβαρά. Πρέπει να στήσετε τη σκηνή σας πάλι πίσω. Δεν θα βρέξει, ο καιρός ανοίγει".


Επιστρέψαμε και πάλι τη σκηνή, στο αρχικό σημείο, που είχαμε στήσει. Μαζέψαμε τα πράγματα. Την επόμενη θα φεύγαμε νωρίς, ότι καιρό και να έκανε. Κοιμηθήκαμε το βράδυ μας χωρίς προβλήματα. Δεν έβρεξε, δεν φύσηξε. Το μόνο που ακουγόταν ήταν το κύμα που έσκαγε δυνατά κάτω στην παραλία. Ο καιρός είχε γυρίσει... Αγγάλιασα τον Αρη δυνατότερα και κοιμήθηκα βαρύς στην αγγαλιά του, ως αργά το πρωί της Τρίτης.



Ο ήχος του τηλεφώνου με επαναφέρει με μιας στην Αθήνα. Κανείς δεν έχει όρεξη για δουλειά σήμερα. Το διαπιστώνω από τον συνάδελφο της γραμμής που μου εύχεται στα πεταχτά καλό σαββατοκύριακο, μετά από μια σύντομη ερώτηση. Πήγε τρεις η ώρα. Ο Αρης θα περιμένει κιόλας στην είσοδο. Πρέπει να κλείσω. Θα βγούμε για φαγητό με την Μπία. Περιμένει να μάθει πως τα περάσαμε στη Χιλιαδού. Κλείνω πριν με φάει η γκρίνια τους...


* LA. :LyssisAris

1 σχόλιο:

Alex A. είπε...

Όμορφο τριήμερο για όμορφους ανθρώπους. Μπράβο σας!