6 Μαρτίου 2007

Της εξοχής τα πρωινά

Caro diario

Aκόμα έχω στα μάτια τη λάμψη του φεγγαριού, που μας καλοσώριζε την Κυριακή το βράδυ, πίσω στην πόλη. Ετρεχε και αυτό δίπλα μας, πάνω από τα ναυπηγία, πίσω από τα ηχοπετάσματα της Αττικής οδού έως ότου χαθεί τελικά κάπου πάνω από τα Μεσόγεια. Οπως πάντα ήταν ωραία στης Αλίκης. Φίλη από τα παλιά. Μας έδωσε τα κλειδιά του πατρικού της σπιτιού στο κτήμα με τις πορτοκαλιές και τα περγαμόντα. Καταμεσίς του Αργολικού κάμπου. Το λατρεύω αυτό το μέρος και πάντα αφήνω κάτι από την καρδιά μου σε κείνα τα χώματα.

Που και που κοιτούσα δίπλα μου τον Αρη, που οδηγούσε συγκεντρωμένος. Κάθε τόσο του έλεγα να κοιτάξει πότε δεξιά, πότε αριστερά για να δει και εκείνος -φευγαλαία έστω- τον υπερμεγέθη δορυφόρο. Νομίζω ότι ακόμα κρατούσε κάτι από τα χρώματα της σαββατιάτικης έκλειψης. Την οποία, ερείσθω εν παρόδω, απαρνηθήκαμε για να κάνουμε παθιασμένα έρωτα. Πριν εμφανιστεί ξανά η σελήνη στον ουράνιο θόλο, εμείς προσπαθούσαμε να ξαναβρούμε τις ανάσες μας, κρυμμένοι ο ένας στην αγγαλιά του άλλου.

Τα μάτια μου πονούσαν από τον ήλιο του Σαββατοκύριακου και τα φώτα των μπροστινών αυτοκινήτων της εθνικής οδού. Εγειρα το κεφάλι και βάλθηκα να παρατηρώ τους οδηγούς των αυτοκινήτων, που έτρεχαν δίπλα από το παραθυρό μου. Μερικοί με πρόσεχαν και άφηναν μια παρατεταμένη ματιά απορίας επάνω μου. Από τα ηχεία οι πρώτες αναγνωριστικές μπαλιές στο "Γ. Καραϊσκάκης", με έκαναν να χτυπώ κάπου κάπου δυνατότερα του συνηθισμένου τα βλέφαρα. Ηξερα όμως ότι θα δραπετεύαμε. «Αρη, κάτι έχει η νύχτα απόψε, ε;» είπα γυρίζοντας προς την μεριά του, για να με ακούσει καλύτερα και να επιβεβαιώσει με τη συμφωνία του, τη δική μου ελπίδα περί "απόδρασης". «Κίνηση έχει, η νύχτα μωρό μου. Κίνηση...» είπε χωρίς να πάρει τα μάτια του από τον δρόμο. Χαμογέλασα και συνέχισα να ψάχνω με τα μάτια, τους οδηγούς, των διπλανών αυτοκινήτων.

Τις Κυριακές τα βράδια, πάντα με πιάνει μια μελαγχολία για τις ημέρες που κύλησαν τόσο γρήγορα. Παιδιώθεν. Για τις στιγμές που μας ξέφυγαν. Για τα σχέδια, που καταστρώθηκαν την Παρασκευή. Την βόλτα του Σαββατιάτικου πρωινού ή τον καφέ του απογεύματος. Το σμίξιμο της νύχτας. Το Κυριακάτικο ξύπνημα στο ίδιο μαξιλάρι. Την μυρωδιά του καφέ και την ψύχρα στους ώμους. Για τον σκοπό που σιγοψιθηρίζουμε, πριν ενωθούν ξανά τα χείλη.

«Πού ταξιδεύεις πάλι, παιδί μου;» Ο Αρης ρώτησε με δυνατή φωνή, για να ακουστεί μέσα στον θόρυβο. Εβαλα απαλά το χέρι μου, πάνω στο δικό του, που έστεκε πάνω στο λεβιέ των ταχυτήτων. Την ίδια στιγμή ο σταθμός στο ραδιόφωνο χάθηκε. Η μετάδοση καλύφθηκε από ηχητικά παράσιτα. Μετακίνησα το χέρι μου, από το χέρι του Αρη, λίγο πιο δεξιά για να βάλω το τιούνιγκ. «Αστο να το ακούσουμε, αυτό...» είπε ο Αρης. Θα το άφηνα...

"Της εξοχής τα πρωινά θα τα βρούμε ξανά αγκαλιά στο κρεβάτι και δεν πειράζει που τόσο νωρίς θα κοιτάμε χωρίς να γυρεύουμε κάτι. Της σιγουριάς τα υλικά είναι λόγια γλυκά σε κασέτες γραμμένα γι’ αυτά που ήρθανε τόσο αργά μα τα πήρε η καρδιά με τα χέρια ανοιγμένα...

Η σωτηρία της καρδιάς - είναι πολύ μεγάλο πράγμα σαν ταξιδάκι αναψυχής - μ’ ένα κρυμμένο τραύμα.

Μια παραλία ερημική και ν’ απλώναμε εκεί της ζωής μας το βήμα και δεν πειράζει που τόσα φιλιά πριν να γίνουν παλιά θα τα πάρει το κύμα. Κι εκεί στην άκρη της γραμμής θα χαρίζουμε εμείς τα παλιά μας κομμάτια σ’ αυτά που ήτανε τόσο μικρά μα που ρίχναν σκια για να μοιάζουν παλάτια "

3 σχόλια:

hotel iris είπε...

ωραίο!

Alex A. είπε...

Τι όμορφο ποστ! Να'σαι καλά και την καλησπέρα μου.

Wrong Guy είπε...

Είσαι τόσο γλυκός που κάθε φορά που σε διαβάζω ανεβαίνει το σάκχαρο μου!!!!