20 Μαρτίου 2007

Περιμένοντας τη βροχή

Caro diario

Ο ήλιος μάς σημάδευε από ψηλά, καθώς ανέβαινε λαμπερός και ζεστός πάνω από τον Μαραθώνα πολιορκώντας κάθε κυτταρό μας. Η ανάσα της θάλασσας έφτανε υπόκωφη ως τα αφτιά μας καθώς ψιθήριζε κάτι στα βράχια. Ενας κίτρινος καταρράκτης από αγριολούλουδα πάσχιζε να κρατηθεί ζωντανός στις σχισμές των βράχων, πριν γλυστρίσει στην κρύα θάλασσα.

Στην άλλη άκρη, πέρα στα αριστερά μας, θα ΄ταν δε θα ΄ταν, άλλοι τέσσερις, πέντε άνδρες. Ολοι τους γυμνοί, όπως και εμείς. Ξαπλωμένοι στα ζεστά βράχια με τα χέρια σε έκταση, τα σκέλια ανοιγμένα για να υποδεχθούν τον πρώτο ήλιο. Δίπλα μου ο Αρης. Προσπάθησα να ακούσω την ανάσα του, κυριακάτικη προσευχή σε άγνωστους θεούς. Να αισθανθώ τη ζεστή, λευκή του γύμνια. Τον αγγίζω στους οικοίους λαγώνες με τα ακροδάκτυλά μου. Την ίδια στιγμή ένας γλάρος κραυγάζει από κάπου, θέλοντας ίσως να χαρεί για το τέλος της χειμερινής του μοναξιάς. Ανοίγω τα μάτια που καίγονται στο φως, πριν βουτήξουν στο μπλε της θάλασσας. Η σκιά του γλάρου κυλάει κάτω από τον μηρό μου και χάνεται δίπλα στο απλωμένο τραπεζομάντηλο, ανάμεσα από άδεια μπωλ και λερωμένα πιάτα. Τα ψίχουλα σκόρπισαν στον αέρα.

Γυρίζω στο πλάι, στέλνοντας την ανάσα μου στο πρόσωπο του Αρη. Γυρίζει και εκείνος με τη σειρά του προς εμένα. Γρήγορα βολεύεται πάνω στην τραχιά επιφάνεια. Απλώνει το χέρι του προς εμένα. Απλώνω και εγώ το δικό μου για να ενωθεί τελικά με το δικό του. Τα δάκτυλα μπλέκονται με τις γαλάζιες ρίγες τις πετσέτας. Φτιάχνω το φουσκωτό μαξιλάρι κάτω από τον ιδρωμένο σβέρκο μου. Πλησιάζω μια ιδέα περισσότερο προς τον Αρη. Σχεδόν αγγιζόμαστε πια. Από το μέτωπο έως τα δάκτυλα των ποδιών. Γέρνει και αυτός λίγο, σπρωχμένος από την κλίση για να βρεθεί με μιας μες την αγγαλιά μου. Κλείσαμε τα μάτια και αφεθήκαμε...

Ξύπνησα αλαφιασμένος. Εξι! Η ματιά μου έψαξε την μικρή πράσινη ώρα που μετρά αέναα πάνω στον αδιάβαστο σωρό βιβλίων του κωμοδίνου. Το λιγοστό φως πίσω από την κουρτίνα μ΄ έκανε να πιστέψω ότι είναι πρωί. Πατώ το 4 στο τηλεκοντρόλ και η Μάρω Λεονάρδου δεν εμφανίζεται. Κάτι δε πηγαίνει καλά. Ξανακοιτώ το ρολόι. Προσπαθώ να σκεφθώ. Απόγευμα Τρίτης... Επεσα ξέπνοος στο μαξιλάρι μέσα στην αλμύρα του ιδρώτα μου. Σηκώθηκα ανακουφισμένος και βγήκα στο μπαλκόνι. Ενα μοναχικό σύννεφο σκαρφαλώνει ψηλά τραβώντας για το άκρο της Αττικής. Κάπου θα βρέξει. Ευχήθηκα τα κίτρινα αγριολούλουδα να ξεδιψάσουν απόψε.




4 σχόλια:

Alex A. είπε...

Τι όμορφο όνειρο! :)

Ακριβός Αδάμ είπε...

Αγαπημένε alex a. ήταν πράγματι μια πραγματικότητα σαν όνειρο. Από όπου και αν διαβάζεις τούτες τις αράδες, χαιρετισμούς από την πατρίδα.

Alex A. είπε...

Από την Αθήνα, πια!

Provato είπε...

γράφεις πολύ... ερωτικά (δες το ως επίρρημα, ναι;)

Μπεεεε